- πυξίδιον
- πυξ-ίδιον, τό,=A
πυξίον 1
, Ar.Fr.846, Gloss.II Dim. of πυξίς, PRyl.125.14 (i A.D.), Sammelb.4324.18, Sch.Ar.Eq.902.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυξίον 1
, Ar.Fr.846, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυξίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξιδίων — πυξίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξιδίῳ — πυξίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξίδια — πυξίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυξίδιο — το / πυξίδιον, ΝΑ [πυξίον/ πυξίς, ίδος] νεοελλ. βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. φραγμόλυτη κάψα ή ασκόκαψα αρχ. 1. πινακίδα γραφής από ξύλο πύξου 2. μικρό κιβώτιο από ξύλο πύξου … Dictionary of Greek